Η Σιδερένια
- ρω.
- Jul 5, 2019
- 6 min read
Updated: Jul 7, 2019

Τον παππού μου, τον Νικόλα, δεν τον καλογνώρισα. Ήμουν δύο χρονών όταν πέθανε και η μοναδική -και πρώτη της ζωής - ανάμνηση που έχω απ’ αυτόν, αν θές το πιστεύεις, είναι το πρώτο μου καλοκαίρι στο Τραπάλου, ακριβώς χροναράκι, να με κουνάει μπρος-πίσω πάνω σε μια κόκκινη κούνια Larò και να με κερνάει μπουκίτσες κουλουράκια, κάθε φορά που η ταλάντευση μ’ έφερνε κοντά του. Αυτά θυμάμαι: το πρόσωπο του παππού μου, σκαμμένο και θολό, το εκτυφλωτικό κόκκινο της κούνιας και τη γεύση από το κουλουράκι. Α! και τη θάλασσα από κάτω ν’ αστράφτει σα γυαλί.
Εγώ ήμουν και το μοναδικό εγγόνι που πρόλαβε να δεί, και ήταν κρίμα, γιατί με τα μωρά ήταν ο πιο τρυφερός και γλυκός άνθρωπος στον κόσμο. Τα ταχτάριζε, τα άλλαζε, τα τάιζε, τα κοίμιζε, όλα τα έκανε, χωρίς ποτέ να βαριέται και να βαρυγκωμά, να το θεωρεί δουλειά «γυναικεία», ανάρμοστη για τη θέση του. Αντιθέτως, γι’ αυτόν το μεγάλωμα ενός ανθρώπου ήταν προνόμιο που έκρυβε μεγαλείο, υποχρέωση και αναρίθμητες πιθανότητες. Με τους πιο μεγάλους ήταν σκληρός και βαρύς, ανυπόμονος και αυστηρός, άλλος άνθρωπος. Δύσκολος, πεισματάρης, μα και πάρα πολύ ευφυής.
Ο παππούς μου, που λες, έκανε με τη γιαγιά μου, την Αθηνά τρία παιδιά. Πρώτο τον Θανάση, μετά τη Σιδερούλα και τέλος τη μάνα μου, τη Σμαράγδα. Απ’ όλες τις εγκυμοσύνες της, η δεύτερη ήταν και η πιο δύσκολη. Το ζευγάρι τότε έμενε στο Τραπάλου, ένα χωριό παραθαλάσσιο μεν, αλλά μικρό, απομονωμένο και δυσπρόσιτο. Ο μόνος τρόπος για να φτάσεις στα άλλα χωριά ήταν είτε δια θαλάσσης, είτε μέσω των μονοπατιών που οδηγούσαν στο Καρκινάγρι ή στο Πέζι, κι από κει στο κεφαλοχώρι, στις Ράχες. Για αμαξωτό δρόμο ούτε λόγος, φυσικά. Αλλά, πάλι, όλη η Ικαρία, έξω από τα μεγάλα χωριά, πάνω κάτω, ζούσε υπό παρόμοιες συνθήκες.
Κατά τον τρίτο μήνα, λοιπόν, η γιαγιά μου άρχισε να αιμορραγεί. Χωρίς υπερήχους και διαγνωστικές εξετάσεις ήταν πάρα πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί το μέγεθος της ζημιάς, και εκεί, στο τέρμα του Θεού τα πράγματα ήταν ακόμα δυσκολότερα. Η γιαγιά ήταν σίγουρη πως έπεσε το παιδί, χάθηκε. Όμως, ο καιρός περνούσε και η κοιλιά μεγάλωνε. Όχι, ίσως, τόσο πολύ ή τόσο γρήγορα όσο πρώτα, αλλά μεγάλωνε. Το παιδί ήταν εκεί.
Ο χειμώνας κοντοζύγωνε, πάντως, και προκειμένου να μη χρειαστεί να πάει τελευταία στιγμή στις Ράχες για να γεννήσει, μιας και εκεί ήταν ο γιατρός, και με το Πέζι πιθανότατα να είναι κλεισμένο από τα χιόνια, έρχεται η αδερφή της λίγους μήνες νωρίτερα να την πάρει μαζί της. Να περάσει τους τρεις τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης μαζί της και να τη βοηθήσει και με τα παιδιά μέχρι το μωρό να ξεπεταχτεί.
Τα πράγματα, όμως, πήραν γρήγορα άσχημη τροπή. Η Αθηνά δεν είχε μπει καλά καλά στον έβδομο μήνα και την πιάνουν οι πόνοι. Μιας και δεν ήταν η πρώτη της φορά, ήξερε καλά τι σήμαιναν. Ήξερε επίσης ότι ήταν πάρα πολύ νωρίς. Αυτή η διαδικασία, όμως, σαν ξεκινήσει, δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει. Οι πόνοι γίνονταν όλο και πιο συχνοί, έρχονταν όλο και πιο κοντά, κρατούσαν όλο και περισσότερο. Ο παππούς τρέχει να φέρει τον γιατρό, ελπίζοντας, τουλάχιστον αυτός, να μπορέσει να ελέγξει την κατάσταση.
Εντωμεταξύ, είχαν σπάσει τα νερά της γιαγιάς και είχε μπει για τα καλά στον τοκετό. Η γέννα ήταν άσχημη, δύσκολη. Η αιμορραγία μεγάλη και ακατάσχετη. Χωρίς τον γιατρό δεν θα ζούσε καμιά από τις δύο. Εν πάση περιπτώσει, όταν κάποια στιγμή έδωσε ο Θεός και ο γιατρός έφτασε στο σπίτι, η γιαγιά είχε μόλις γεννήσει. Ένα πλασματάκι τόσο δα, ανήμπορο και ζαρωμένο, σα γατί. Ανάσαινε με δυσκολία και το σώμα του έμοιαζε λυγισμένο σε γωνίες αφύσικες. Ο γιατρός σχεδόν δεν του ‘ριξε δεύτερη ματιά, παρά το αφήνει στο πάτωμα, μέσα στα αίματα. Κοιτάει τη λεχώνα, τη φροντίζει όσο μπορούσε, να σταματήσει, ει δυνατόν, την αιμορραγία και να την ανακουφίσει λίγο. Μόλις η δική της κατάσταση σταθεροποιήθηκε κάπως, ο γιατρός, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους λέει το παιδί να το ξεχάσουν. Δεν είχε καμία ελπίδα. Όπου να ‘ναι θα πέθαινε, αν δεν είχε πεθάνει ήδη, και καλό ήταν να το πάρουν απόφαση μια ώρα αρχύτερα. Νέοι ήταν, θα ‘κάναν άλλα. Αρκεί να ζούσε και η μάνα, βέβαια, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο.
Ο παππούς μου έγινε Τούρκος. Θεριό ανήμερο. Δεν το συζητούσε ν’ αφήσει το παιδί του να χαθεί έτσι, καλύτερα το ‘χε να πέθαινε εκείνος την ίδια στιγμή. Με το γιατρό μόνο που δεν πιάστηκαν στα χέρια, τέτοια κουβέντα που του ‘πε. Τον πετάει σχεδόν έξω και πιάνει δουλειά. Αφού αυτός ήταν ανήμπορος να βοηθήσει, θα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του.
Παίρνει το μωρό, το πλένει, το καθαρίζει και το φασκιώνει με τα κουβερτάκια του. Σφιχτά δεμένο, να νοιώθει σαν να μην έφυγε από την κοιλιά της μάνας του, πως ακόμα μπορεί να συνεχίσει να κολυμπάει άχρονα στο αμνιακό υγρό, με τα τοιχώματα της μήτρας να το κρατούν περιορισμένο και ασφαλές. Τα μωρά, όμως, ακόμα και τα υγιή, τροφαντά, χορτασμένα μωρά, θέλουν ζέστη, θαλπωρή. Πόσω δε μάλλον τα πρόωρα κι ετοιμοθάνατα. Ντύνει ένα κουτί παπουτσιών, γεμίζει τον πάτο του και το κάνει κρεββάτι για το μωρό. Βράζει νερό και γεμίζει μπουκάλια, τα οποία με τη σειρά τους τυλίγει με πανιά, για να μην κάψουν το νεογέννητο και να διατηρούν και τη θέρμη για περισσότερο. Τα τοποθετεί γύρω και κάτω από το κουτί και φτιάχνει, εν πολλοίς, μια θερμοκοιτίδα.
Για μήνες, το μωρό έμεινε μέσα σ’ αυτή τη φωλιά, σαν το πουλάκι. Κάθε λίγες ώρες άλλαζαν τις θερμοφόρες, με τις οποίες αντικατέστησαν τα μπουκάλια, και προσπαθούσαν να το ταΐσουν. Βέβαια, το μωρό δε θήλαζε, αλλά ούτε με μπιμπερό μπορούσε να τραφεί, τόσο μικρό και ανήμπορο που ήταν. Το γάλα του το έδιναν με το σταγονόμετρο στο στόμα, σταλαχτό στην αρχή, και όλο και πιο πολύ αργότερα. Μα δεν το έβαζαν κάτω. Ούτε εκείνοι, μα ούτε και το μωρό. Του τραγουδούσαν, του κουβέντιαζαν, το νανούριζαν, του θύμιζαν πως είναι εκεί και το κοιτούν. Κι εκείνο είχε γαντζωθεί στη ζωή με όλη του τη δύναμη και σιγα-σιγά, υπομονετικά κι αθόρυβα, τραβούσε τον εαυτό του απ΄το σκοτάδι. Θα ζούσε, ο κόσμος να χαλούσε.
Μουσαφίρηδες έρχονταν να το δούν, να δώσουν και τις ευχές τους στους γονείς. Σήκωναν τις φασκιές του να το κοιτάξουν και πισωπατούσαν αιφνιδιασμένοι. «Αααααχ!» Ήταν, βλέπεις, το μωρό πετσί και κόκκαλο, με το δέρμα του γεμάτο ζάρες, μαζεμένο, μια χούφτα όλο κι όλο, τα ματάκια του σφαλιστά και η ανάσα του βαριά, επίπονη. Τρόμαζαν. Προσπαθούσαν να τα μαζέψουν όπως όπως: «Να σας ζήσει, να σας ζήσει, σιδερένιο». Η μάνα του έβλεπε τα βεβιασμένα χαμόγελα και τ’ αλαφιασμένα μάτια, καταλάβαινε πως το παιδί της δεν ήταν αυτό που περίμεναν ν’ αντικρίσουν. Κι αν αυτό την πλήγωνε, γιατί ποια μάνα δε βλέπει το μωρό της τ’ ομορφότερο του κόσμου, δεν το ‘δειχνε ποτέ· μόν’ έλεγε «Ευχαριστώ». Κι όχι από ντροπή, αλλ’ από πείσμα. Και απέραντη αγάπη για το πουλάκι που κοιμόταν στην φωλιά του.
Μα να που πέρασε ο καιρός και με ξενύχτια και αγωνία και αγώνα, το μωρό μεγάλωσε. Έδεσε και δυνάμωσε. Έγινε παιδί ολόκληρο, χαρούμενο και υγιές. Μόνο τα ματάκια του δεν βλέπανε τελείως καλά, αλλά μικρό το κακό. Και το βγάλαν Ισιδώρα. Σιδερούλα. Που πάει να πει Σιδερένια.
…
Τρία – τέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση της θείας μου, η γιαγιά με τα παιδιά της βρίσκονταν στ’ αμπέλια, στο Πέζι. Ο γιατρός είχε μάθει πως το παιδί που άφησε στο πάτωμα για πεθαμένο χρόνια πριν, έζησε τελικά, και περνώντας από την περιοχή, σταμάτησε στο σπίτι της γιαγιάς, να πιεί ένα καφέ. Εν τω μεταξύ, είχε γεννηθεί κι η μάνα μου και τώρα πια τρία πιτσιρίκια τρέχανε ανάμεσα στα κλήματα και στις φούστες της μάνας τους, μπερδεύονταν μεταξύ τους και χαλάγανε τον κόσμο με τα παιχνίδια τους.
Η γιαγιά ψήνει τον καφέ, βάζει στο δίσκο γλυκό του κουταλιού και νερό κρύο από τη στάμνα και περιμένει. Τον βλέπει που κοιτάει τα μικρά, που τα μετράει. Το μεγάλο είναι αγόρι, δεν είναι αυτό, μα τ’ άλλα δυο κορίτσια, γεννημένα κοντά κοντά, μελαχρινά και τα δυο, με κορμάκια που μοιάζανε, δεν τα ξεχώριζες εύκολα. Η γιαγιά δεν θα του ‘κανε τη χάρη να του το δείξει εκείνη το παιδί, έπρεπε ο ίδιος να ρωτήσει. Κι όσο έπινε τον καφέ του κι αλλάζανε τα νέα τους - προσεχτικά νυχοπατώντας γύρω γύρω από το θέμα που και τους δυο τους βάραινε - εκείνος το βασάνιζε στο μυαλό του κι όλο γύρναγε τα μάτια του στ’ ανυποψίαστα μωρά. Μα, φαίνεται πως κι αυτός, ίσως, να ντράπηκε - ποιος ξέρει; - τη γιαγιά μου, το παιδί, τον εαυτό του. Κι έφυγε, τελικά, έτσι, χωρίς ποτέ να ρωτήσει. Χωρίς να μάθει. Ποιο ήταν το Σιδεράκι.
Comments