Ιτς όνλυ λοβ
- ρω.
- Feb 14, 2021
- 5 min read
Updated: Aug 27, 2024

Να, με δυσκολεύουν πολύ οι ερωτικές ιστορίες. Και ως αφηγητή, μα και ως αναγνώστη ή παρατηρητή. Από την μία είναι η διήγησή τους λίγη, μικρή, λειψή σε σχέση με τη φουρτούνα που φέρνουν. Και μου φαίνεται αυτό τόσο άδικο για τους ερωτευμένους. Κι από την άλλη, αισθάνομαι πάντοτε πως παρακολουθώ ένα κομμάτι της ζωής άλλων που είναι αυστηρά και μόνο δικό τους. Όχι τόσο για λόγους ιδιωτικότητας, μα για λόγους κατανόησης. Ποτέ κανείς δεν κατάφερε να καταλάβει (και να συμπονέσει, εδώ που τα λέμε) επαρκώς ερωτευμένο άνθρωπο. Μόνο ο δικός μας, ο κατάδικός μας έρωτας είναι συντριπτικός, πρωτόφαντος, ανείπωτος, μεγαλειώδης. Όλοι οι υπόλοιποι μας φαίνονται, αν όχι πεζοί, σίγουρα πάντως διαχειρίσιμοι. Τέτοια αλαζονεία!
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που όλοι οι λαοί στις παραδόσεις τους κάνανε τον Έρωτα Θεό. Τη μία άτακτο παιδί, την άλλη φοβερή πολεμίστρια, ή θλιμμένο έφηβο, όμως πάντοτε, χωρίς καμία εξαίρεση, ανίκητο.
Στη δική μας, την ελληνική μυθολογία υπάρχουν πάρα πολλές παραλλαγές για την καταγωγή και τη γέννησή του. Οι ορφικοί τον θέλουν να γεννιέται από το κοσμικό αυγό της Νύχτας και του Ερέβους, ο Ησίοδος πίστευε πως προέρχεται από το Χάος, ακριβώς όπως και το Έρεβος (πρέπει να πέρασαν πολύ δύσκολα αυτοί, μεγάλες καψούρες υποψιάζομαι), η Σαπφώ λέει πως είναι γιος της Αφροδίτης (και του Άρη; Του Ήφαιστου; Θα σε γελάσω, μόνο η Αφροδίτη ξέρει τις λεπτομέρειες), ενώ άλλοι πάλι αναφέρουν πως ο Έρωτας είναι θεός ολόπρωτος, δημιουργημένος μόνος του, πριν από κάθε άλλο θεό, αλλιώς πώς θα σμίγανε οι επόμενοι μεταξύ τους;
Όμως, αν με ρωτάς τη γνώμη μου, ο πιο όμορφος και πιο βαθύς μύθος για τον Έρωτα είναι άλλος[1]: Όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, ολόλευκη, λυγερή, πανέμορφη, αναδυομένη απ’ το αφρισμένο πέλαγος, μεγαλοπρεπής και λαχταριστή - λαχταριστή, οι θεοί αποφάσισαν να το γιορτάσουν με ένα περίλαμπρο συμπόσιο στον Όλυμπο. Τέτοιο κορίτσι πρώτη φορά αντίκριζε το σύμπαν. Όλος ο καλός ο κόσμος ήταν καλεσμένος· θεοί, ημίθεοι, νύμφες, ποταμοί, Κένταυροι, κανείς δεν έλειπε. Ανάμεσά στους καλεσμένους ήταν και ο Πόρος (σαν να λέμε το σύμβολο της αφθονίας). Ήπιαν, έφαγαν, γλέντησαν για τα καλά, κουράστηκε ο Πόρος κομματάκι και έπιασε μια γωνιά κάτω από ένα δέντρο με παχιά σκιά να κλείσει λίγο τα μάτια του, να του φύγει η ζαλάδα. Έτυχε, λοιπόν, εκείνη την ώρα να περνάει από κοντά η Πενία. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε τί συμβόλιζε αυτή. Μέσα στη μαύρη φτώχια και στην ταλαιπώρια, ξυπόλητη και τυλιγμένη με κουρέλια, είδε το γλέντι και είπε να μπει μέσα να ζητιανέψει. Τόσοι σελέμπριτις μαζεμένοι εκεί μέσα, δε μπορεί, θα το έβγαζε το μεροκάματο. Αλλά οι Θεοί, ψηλομύτηδες και ακατάδεχτοι κατά πως ήταν και, καθώς δεν είχανε καμία όρεξη να τους χαλάσει το ίματζ του πάρτι, την άφησαν απέξω. Κάνοντας, λοιπόν, να φύγει, βλέπει λίγο παραπέρα τον Πόρο να κοιμάται του καλού καιρού και, ούτε λίγο ούτε πολύ, του χιμάει (ήταν και ομορφόπαιδο, ομολογουμένως) και, ω του θαύματος, μένει έγκυος (στην ελληνική μυθολογία τα παιδιά τα πιάνανε για πλάκα, μόνο με τα μάτια που δεν γκαστρώνονταν). Και γεννάει τον Έρωτα.
Αφού ο Έρωτας πιάστηκε τη μέρα των γενεθλίων της Αφροδίτης, και καθώς έχει μεγάλη αδυναμία στην ομορφιά, έγινε βοηθός της, παραπαίδι της. Κι αφού πήρε κι απ’ τους δυο γονείς όλα τα χούγια που είχαν να του κληρονομήσουν, το εκλεκτό αποτέλεσμα είναι ο λόγος που κάνουν χρυσές δουλειές τα λουλουδάδικα, τα ζαχαροπλαστεία και οι ψυχολόγοι. Είναι πάντα έρημος και ταλαίπωρος. Ξυπόλητος και άστεγος, κοιμάται στους δρόμους και στα παραγώνια. Ούτε απαλός, ούτε τρυφερός, που θέλουν κάποιοι να τον λένε, όχι. Είναι σκληρός, αδίστακτος. Όμως, αγαπάει τ’ όμορφο και το καλό και το μυαλό του ποτέ δεν σταματά να σχεδιάζει, να πλέκει, να δημιουργεί, να κυνηγάει. Τον κίνδυνο δεν τον φοβάται και ρίχνεται στη φωτιά δίχως σκέψη. Είναι άξιος, ακούραστος, γητευτής και μαλαγάνας. Το άγγιγμα του είναι φάρμακο και με τα λόγια μπορεί να κάνει τη νύχτα, μέρα.
Μα δεν είναι ούτε θνητός, ούτε αθάνατος. Τη ίδια στιγμή ανθίζει, την ίδια στιγμή μαραζώνει και βουτάει στα Τάρταρα. Τη μια στιγμή είναι βασιλιάς, κατακτητής, ήρωας πάνω στ’ άλογο, να πάει να πάρει την Πόλη και την άλλη στιγμή (μα την αμέσως επόμενη!), λιώνει σαν το κεράκι της Λαμπρής, βουλιάζει στη θάλασσα της απελπισίας.
Και δεν είναι ούτε άπορος, ούτε πλούσιος, μόνο που τίποτα δεν του στεριώνει. Όλα περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια του, όλα μέσα απ’ τα χέρια του, μα γλιστράνε, σα νερό, και τίποτα δε μένει. Είναι αυτός, ο Έρωτας, ο γιος της Φτώχιας και της Αφθονίας, που ποτέ δε χορταίνει, ποτέ δεν σιγάζει, ποτέ δε γαληνεύει.
Αν, λοιπόν, αναρωτιέσαι τί σου συμβαίνει, αυτό είναι: δυο κόσμοι χτυπιούνται μέσα σου, ησυχία δε βρίσκουν κι είναι όλο αυτό μια τρέλα, μια μανία. Πώς να σταθεί ο ερωτευμένος, όταν όλα τα ‘χει και τίποτα δεν του φτάνει; Που ένα χάδι, ένα κοίταγμα μπορεί να είναι η πιο μεγάλη ανταμοιβή κι η πιο σκληρή τιμωρία. Ψάχνει η λογική λίγο περίσσευμα για να χωρέσει, να εξηγήσει, αλλά περίσσευμα δεν υπάρχει για τίποτε άλλο παρά για τον ίδιο τον Έρωτα. Είναι σαν τα αέρια· όσο χώρο του αφήσεις, τόσο χώρο θα καταλάβει, ώσπου, σχεδόν, να μη μείνει τίποτα πια από σένα.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία, όμως, είναι τόσο πλούσια και περίπλοκη και με βαθιά κατανόηση για τα ανθρώπινα πάθη που είχε επινοήσει διαφορετικούς θεούς για τις διαφορετικές ερωτικές καταστάσεις. Ο Έρως, λοιπόν, ενσαρκώνει την ερωτική αγάπη, αλλά και τη δημιουργική δύναμη της Φύσης. Ένα συναίσθημα βαθύ και περίπλοκο, που σε τρώει, σε αλλάζει συθέμελα, σε ενώνει αμετάκλητα με αυτόν που αγαπάς. Ο ερωτικός πόθος, από την άλλη, η σφοδρή ανεξέλεγκτη ερωτική επιθυμία ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο του Ίμερου (αδερφού του Έρωτα), κατά τον Παυσανία, τουλάχιστον. Μάλιστα, ο Ίμερος συμβόλιζε την επιθυμία για ένα πλάσμα που είναι παρόν (και άρα υπάρχει και ελπίδα ανταπόκρισης). Γιατί, άκου εδώ, υπήρχε και ο Πόθος, ο οποίος συμβόλιζε το ερωτικό πάθος για ένα πλάσμα που είναι απόν, αδύνατον να προσεγγιστεί, αδύνατον να γοητευτεί και κατά συνέπεια ο έρωτας να μένει πάντοτε ανεκπλήρωτος. Κι όλοι αυτοί είχαν κι άλλον ένα αδερφό, τον Αντέρωτα[2], που, το μαντεύεις ίσως, συμβόλιζε τον ατυχή έρωτα, την ανείπωτη σκληρότητα της απόρριψης, αλλά και τον τιμωρό της έλλειψης πίστης στον Έρωτα. Μάλιστα, στις αναπαραστάσεις του τον βλέπουμε με σκουρόχρωμα μαλλιά και συνεπτυγμένες φτερούγες, το αντίθετο, δηλαδή, του χρυσόμαλλου και έτοιμου να πετάξει Έρωτα. Και από κει βγαίνει και η περίφημη φράση Αντέρως Αλάστρωρ, δηλαδή, Αντέρωτας Ολέθριος.
Έτσι, και οι ιστορίες που θα διαβάσεις εδώ, είναι η καθεμιά αφιερωμένη στον Θεό που την όρισε. Ο διαχωρισμός τους δεν ήταν πάντα προφανής, ούτε και εύκολος. Το σημαντικότερο κριτήριο ήταν ο τρόπος που -εικάζουμε ότι- τις βίωσαν οι πρωταγωνιστές τους και όχι απαραίτητα η ευτυχής ή δυστυχής τους έκβαση. Υπήρξαν δε, πολλές ιστορίες που θα μπορούσαν να ανήκουν σε περισσότερους του ενός Θεούς.
Γιατί, από κτίσεως κόσμου, έως και σήμερα, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο στον Έρωτα.
[1] Πρόκειται για τον λεγόμενο «μύθο της Διοτίμας» και αναφέρεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Τον περιγράφει ο Σωκράτης, όπως του τον διηγήθηκε η Διοτίμα, ιέρεια από τη Μαντινεία. [2] Σύμφωνα με άλλους μύθους, ο Αντέρως ήταν αδερφός του Έρωτα, γιός της Αφροδίτης και του Άρη, ο οποίος αποτελούσε την προσωποποίηση της ερωτικής αμοιβαιότητας συγκεκριμένα ανάμεσα στους ομόφυλους εφήβους. Για το λόγο αυτό βρίσκουμε πολλές αναπαραστάσεις του σε σύμπλεγμα με τον Έρωτα μέσα σε παλαίστρες και γυμναστήρια. Ωστόσο, στα πλαίσια του βιβλίου αυτού, ο Αντέρως είναι ο τραγικός Θεός της ερωτικής απόρριψης.
Comments